Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

εἰς Ὅμηρον

См. также в других словарях:

  • μακρός — ά, ό (AM μακρός, ά, όν, ιων. θηλ. μακρή) 1. αυτός που έχει μεγάλο μήκος, μακρύς, επιμήκης (α. «μακροί δρόμοι» β. «οὕνεκ ἄρ οὐ τόξοισι μαχέσκετο δουρί τε μακρῷ», Ομ. Ιλ.) 2. αυτός που έχει μεγάλο ύψος, υψηλός (α. «μακρός στύλος» β. «γαῑα... ξυνή …   Dictionary of Greek

  • Philēmon — Philēmon, 1) P. u. Baukis, altes frommes Ehepaar in Phrygien. Als einst Zeus mit Hermes die Erde besuchte, um die Gesinnungen der Menschen zu prüfen, baten sie lange um gastliche Aufnahme, bis sie dieselbe in der Hütte des P. u. der B. fanden.… …   Pierer's Universal-Lexikon

  • παρεκβολή — ἡ, ΜΑ [παρεκβάλλω] 1. παρέκβαση, απομάκρυνση, παρέκκλιση 2. συμπίληση, συλλογή κριτικών σημειώσεων, επιτομή («Εὐσταθίου παρεκβολαὶ εἰς Ὅμηρον») …   Dictionary of Greek

  • Δεβαρής, Ματθαίος — (Κέρκυρα αρχές 16ου αι. – Ρώμη 1581). Λόγιος της Αναγέννησης. Μετά τις σπουδές του στη Ρώμη και την προσχώρησή του στην Δυτ. Καθολική Εκκλησία, υπηρέτησε ως βιβλιοθηκάριος ή δάσκαλος της ελληνικής στα ανάκτορα διαφόρων καρδινάλιων (Ριντόλ,… …   Dictionary of Greek

  • Χαίρις — Αρχαίος Έλληνας γραμματικός της σχολής του Αρίσταρχου. Έγραψε Διορθωτικά εις Όμηρον και σχόλια στα έργα του Αριστοφάνη. Μερικοί τον ταυτίζουν με τον Χάρητα, μαθητή του Απολλωνίου …   Dictionary of Greek

  • Geflügelte Worte (Antike) — Alpha und Omega, Anfang und Ende, kombiniert zu einem Buchstaben Diese Liste ist eine Sammlung alt und neugriechischer Phrasen, Sprichwörter und Redewendungen. Sie beschreibt ihren Gebrauch und gibt, wo möglich, die Quellen an. Graeca non… …   Deutsch Wikipedia

  • Παπαδιαμάντης, Αλέξανδρος — (Σκιάθος 1851 – 1911). Έλληνας πεζογράφος. Ο πατέρας του ήταν παπάς μεγαλωμένος στο βαθιά συντηρητικό θρησκευτικό περιβάλλον των κολλυβάδων (μοναχών που προκάλεσαν την έριδα για το αν έπρεπε να μοιράζονται τα κόλλυβα των μνημοσύνων και τις… …   Dictionary of Greek

  • Λεκαπηνός ή Λακαπηνός, Γεώργιος — (14ος αι.). Λόγιος ο οποίος έζησε στη Θεσσαλία. Εργάστηκε ως δάσκαλος και συγγραφέας σχολικών βιβλίων. Ο Λ. ασχολήθηκε κυρίως με τη συγκέντρωση και την ερμηνεία επιστολών, που βοήθησαν τους μαθητές του στην άσκηση της γραμματικής και της… …   Dictionary of Greek

  • έχω — (I) (ΑΜ ἔχω) 1. κρατώ κάτι στα χέρια μου, είμαι ο κάτοχος (κύριος, ιδιοκτήτης) ενός πράγματος («έχει σπίτια και κτήματα») 2. (για προσωπική κράτηση) κρατώ, φυλάω («τόν έχουν μέσα» ή «τόν έχουν στη φυλακή») 3. (για δήλωση συγγενικού δεσμού ή άλλης …   Dictionary of Greek

  • λωποδυτώ — (Α λωποδυτῶ, έω) [λωποδύτης] διαπράττω λωποδυσία, κλέβω με πανουργία, διαρπάζω με επιτηδειότητα αρχ. 1. κλέβω, ληστεύω, διαρπάζω 2. κλέβω κρυφά τα ενδύματα τών λουομένων στα λουτρά ή αφαιρώ βίαια τους επενδύτες τών διαβατών («ἠδίκουν γὰρ ἂν τὰ… …   Dictionary of Greek

  • Βολφ, Φρίντριχ Άουγκουστ — (Friedrich August Wolf, 1759 – 1824).Γερμανός φιλόλογος και ελληνιστής. Σπούδασε φιλολογία στο Γκέτινγκεν. Το 1777 εξέδωσε μια μελέτη του για τα ομηρικά έπη, στην οποία αναφέρθηκε επικριτικά ο συμπατριώτης του ποιητής Χάινε. Το 1872, ένα νέο έργο …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»